στέρνη

στέρνη
η, Ν
ζωολ. (παλαιότ. όρος) το πτηνό στέρνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στερνός — ή, ό, Ν 1. κατοπινός, ύστερος 2. ύστατος, έσχατος, τελευταίος («ήρθε η στερνή σου ώρα», Γρυπ.) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα στερνά τα γηρατειά 4. φρ. «καλά στερνά» (ως ευχή) καλά γεράματα 5. παροιμ. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα»… …   Dictionary of Greek

  • Камбисис, Яннис — Яннис Камбисис греч. Γιάννης Καμπύσης …   Википедия

  • γλαρονάκι — το ονομασία τού πτηνού Στέρνη η λευκομέτωπος …   Dictionary of Greek

  • γλαρόνι — Στεγανόποδο πτηνό της οικογένειας των λαριδών, της τάξης των λαρομόρφων. Έχει κομψή εμφάνιση, πετάει γρήγορα, συνήθως πάνω από τη θάλασσα, και τρέφεται κυρίως με ψάρια, μαλάκια και μικρά καρκινοειδή. Το σώμα του έχει μήκος 30 40 εκ., το ράμφος… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

  • λαρίδες — (laridae). Οικογένεια στεγανοπόδων πτηνών της τάξης των λαριμόρφων. Περιλαμβάνει 88 είδη που ζουν κοντά στη θάλασσα και χαρακτηρίζονται για την ευχέρειά τους στην κολύμβηση. Έχουν μήκος 20 έως 75 εκ., μακριές πτέρυγες και ασπρόμαυρο χρώμα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ξεκινάω — / ξεκινώ, ξεκίνησα, (σπάν.) ξεκινημένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: ξεκινάω : η μτχ. ξεκινημένος εντοπίστηκε στο υλικό μας σε μικρές αγγελίες για κατοικίδια ζώα (π.χ. Πωλείται αγγλικό σέτερ... ξεκινημένο → του οποίου δηλ. έχει αρχίσει η διαδικασία… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γνώση — η 1. ηγνωριμία των πραγμάτων, η πείρα, η σοφία: Έχει πολλές γνώσεις πάνω στην ιατρική. 2. η σύνεση, η φρονιμάδα: Κοντά στο νου κι η γνώση (παροιμ.). – Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περικοκλάδα — η κακή απόδοση της λ. περιπλοκάδα, φυτό αναρριχητικό, που περιτυλίγεται σε δέντρα, σκεπάζει τοίχους, φράχτες κτλ.: Και η στερνή περικοκλάδα της μαράθηκε, γιατί δε βρήκε κάποιον τοίχο να σκαλώσει (λαϊκό τραγούδι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”